ξεσκουντώ

ξεσκουντώ
-άω
1. σπρώχνω κάποιον για να τόν αναγκάσω να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση
2. κουνώ κάποιον για να ξυπνήσει ή να συνέλθει («ξεσκούντα τον να ξυπνήσει»)
3. μτφ. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να αναλάβει ένα έργο ή να εντείνει την προσπάθεια του («αν δεν τόν ξεσκουντήσεις, δεν κάνει τίποτε»)
4. παθ. ξεσκουντιέμαι- απωθούμαι από κάποιον για να μετακινηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σκουντώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεσκουντώ — ησα 1. απωθώ, σκουντώ. 2. μτφ., παρακινώ, κεντρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκούντημα — το [ξεσκουντώ] 1. σπρώξιμο κάποιον για ν αλλάξει θέση, για να μετακινηθεί 2. παρακίνηση, παρότρυνση κάποιου για να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”